- πλαγιόσκελος
- πλᾰγιό-σκελος, ον, expl. of Lat.A Varus, Blaesus, Lyd.Mag.1.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλαγιόσκελος — Varus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιόσκελος — ον, Μ στραβοπόδης, στραβοκάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + σκέλος] … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek